délimitation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- délimitation < λατινική delimitatio
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
délimitation | délimitations |
délimitation (fr)
- η διαχάραξη, η οριοθέτηση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη délimiter