Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατέλειωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ατέλειωτ
ος
η
ατέλειωτ
η
το
ατέλειωτ
ο
γενική
του
ατέλειωτ
ου
της
ατέλειωτ
ης
του
ατέλειωτ
ου
αιτιατική
τον
ατέλειωτ
ο
την
ατέλειωτ
η
το
ατέλειωτ
ο
κλητική
ατέλειωτ
ε
ατέλειωτ
η
ατέλειωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ατέλειωτ
οι
οι
ατέλειωτ
ες
τα
ατέλειωτ
α
γενική
των
ατέλειωτ
ων
των
ατέλειωτ
ων
των
ατέλειωτ
ων
αιτιατική
τους
ατέλειωτ
ους
τις
ατέλειωτ
ες
τα
ατέλειωτ
α
κλητική
ατέλειωτ
οι
ατέλειωτ
ες
ατέλειωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ατέλειωτος
<
αρχαία ελληνική
ἀτελείωτος
<
ἀ-
(στερητικό) +
τελειώνω
Επίθετο
επεξεργασία
ατέλειωτος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ατελείωτος