Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπακότερμα τα μπακοτέρματα
      γενική του μπακοτέρματος των μπακοτερμάτων
    αιτιατική το μπακότερμα τα μπακοτέρματα
     κλητική μπακότερμα μπακοτέρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπακότερμα < αγγλική back + τέρμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπακότερμα ουδέτερο

  1. ανεπίσημο είδος ποδοσφαιρικού αγώνα στον οποίο δεν υπάρχει κανονικός τερματοφύλακας αλλά τα καθήκοντά του αναλαμβάνει περιστασιακά ένας προκαθορισμένος παίκτης όποτε βρίσκεται μέσα στη μεγάλη περιοχή
  2. ο παίκτης που εκτελεί παράλληλα και χρέη τερματοφύλακα στο προαναφερόμενο παιχνίδι

  Μεταφράσεις επεξεργασία