τερματοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τερματοφύλακας < τέρμα (του τέρματος) + -ο- + -φύλακας, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική goalkeeper[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τερματοφύλακας αρσενικό
- (αθλητισμός, επάγγελμα) σε διάφορα ομαδικά αθλήματα, παίκτης του οποίου ο ρόλος είναι να προφυλάγει ένα τέρμα προσπαθώντας να εμποδίσει την αντίπαλη ομάδα να βάλει γκολ
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τερματοφύλακας
Επεξεργασία
- ↑ τερματοφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.