Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
goal goals

  Ουσιαστικό επεξεργασία

goal (en)

  1. το τέρμα, ο χώρος που πρέπει να περάσει η μπάλα για να σημειωθεί γκολ
    The ball entered the goal.
    Η μπάλα μπήκε στο τέρμα.
    Where is the opposing team’s goal?
    Πού βρίσκεται το τέρμα της αντίπαλης ομάδας;
    The goalkeeper looks after the goal.
    Ο τερματοφύλακας προσέχει το τέρμα.
  2. το γκολ, η πράξη του να βάλω την μπάλα στο τέρμα
    A pass, the striker shoots and goal!
    Πάσα, ο επιθετικός σουτάρει και γκολ!
    The forward kicks the ball and makes a goal!
    Ο επιθετικός κλωτσάει την μπάλα και βάζει γκολ!
  3. ο σκοπός, ο στόχος
    Her goal is to go to university in France.
    Ο στόχος της είναι να πάει σε πανεπιστήμιο στη Γαλλία.

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
goal goals

goal (fr) αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία