παίκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παίκτης | οι | παίκτες |
γενική | του | παίκτη | των | παικτών |
αιτιατική | τον | παίκτη | τους | παίκτες |
κλητική | παίκτη | παίκτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παίκτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παίκτης αρσενικό (θηλυκό παίκτρια)
- αυτός που συμμετέχει σε ομαδικό άθλημα
- άτομο που ασχολείται με τυχερά παιχνίδια
- άνθρωπος που συμμετέχει σε οτιδήποτε παιχνίδι
- αυτός που παίζει μουσικό όργανο, που παράγει μουσική με αυτό