τζογαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τζογαδόρος αρσενικό
- (προφορικό) αυτός που τζογάρει
- που παίζει μανιωδώς χαρτιά
- (κατ’ επέκταση) που παίζει (μανιωδώς) τυχερά παιχνίδια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τζόγος