τζογαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τζογαδόρος < τζόγος + -αδόρος < βενετική zogo < ιταλική gioco < λατινική iocus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yek- (μιλώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζογαδόρος αρσενικό
- (προφορικό) αυτός που τζογάρει
- που παίζει μανιωδώς χαρτιά
- (κατ’ επέκταση) που παίζει (μανιωδώς) τυχερά παιχνίδια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τζόγος