↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζογαδόρος οι τζογαδόροι
      γενική του τζογαδόρου των τζογαδόρων
    αιτιατική τον τζογαδόρο τους τζογαδόρους
     κλητική τζογαδόρε τζογαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τζογαδόρος < τζόγος + -αδόρος < βενετική zogo < ιταλική gioco < λατινική iocus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yek- (μιλώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζογαδόρος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία