Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζόγος οι τζόγοι
      γενική του τζόγου των τζόγων
    αιτιατική τον τζόγο τους τζόγους
     κλητική τζόγε τζόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζόγος < (άμεσο δάνειο) βενετική zogo < ιταλική gioco < λατινική iocus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yek- (μιλώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζόγος αρσενικό

  1. χαρτοπαιξία
  2. (κατ’ επέκταση), συνηθέστερη χρήση: η τυχαιοπαιγνία, οποιοδήποτε τυχερό παιχνίδι
  3. το κενό που υπάρχει ανάμεσα σε δύο αντικείμενα που δεν έχουν ταιριάξει ακριβώς, όπως πρέπει
     συνώνυμα: διάκενο, διάμεσο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία