τζογιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζογιά | οι | τζογιές |
γενική | της | τζογιάς | των | τζογιών |
αιτιατική | την | τζογιά | τις | τζογιές |
κλητική | τζογιά | τζογιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατζογιά θηλυκό
- (αργκό) ένας γύρος παιξίματος στο χαρτοπαίγνιο
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη τζόγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζογιά
|