τζόγια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζόγια | οι | τζόγιες |
γενική | της | τζόγιας | — | |
αιτιατική | την | τζόγια | τις | τζόγιες |
κλητική | τζόγια | τζόγιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζόγια < (άμεσο δάνειο) βενετική zogia < ιταλική gioia (χαρά) < παλαιά γαλλικά joie < υστερολατινική gaudia < λατινική gaudium < gaudeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gau- (χαίρομαι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζόγια θηλυκό
- χαρά
- (κατ’ επέκταση) χάρμα οφθαλμών
- (προσφώνηση) οικεία προσφώνηση προσφιλούς προσώπου
- (λαογραφία) στεφάνι που δίνεται ως γαμήλιο δώρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζόγια
|