↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το χάρμα
      γενική
    αιτιατική το χάρμα
     κλητική
Ως κύριο όνομα (τοπωνύμιο)
έχει τη γενική Χάρματος
όπως «ανώμαλα ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χάρμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χάρμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈxaɾ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χάρ‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χάρμα ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)

  • κάτι το πολύ ωραίο, το εξαιρετικό (που μας ευχαριστεί, καθώς το κοιτάζουμε)
    χάρμα το καινούριο συνολάκι σου!

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία

χάρμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χάρμᾰ τὰ χάρμᾰτ
      γενική τοῦ χάρμᾰτος τῶν χαρμᾰ́των
      δοτική τῷ χάρμᾰτ τοῖς χάρμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ χάρμᾰ τὰ χάρμᾰτ
     κλητική ! χάρμᾰ χάρμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χάρμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  χαρμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χάρμα < χαίρω, χαρ- < *χαρ-jω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χάρμα ουδέτερο

  1. κάτι που προξενεί χαρά
  2. η χαρά
  3. χαρά από κάτι αρνητικό, η χαιρεκακία