χαίρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαίρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαίρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈçe.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαί‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίαχαίρω, πρτ.: έχαιρα και δείτε χαίρομαι και τύπους από το αρχαίο χαίρω
- (λόγιο)
- νιώθω χαρά
- έχω, κατέχω
- ⮡ χαίρει ειδικής μεταχείρισης (τον περιποιούνται, τον εξαιρούν από κάτι που ισχύει για τους πολλούς)
- ⮡ «χαίρει εκτίμησης»
- ⮡ χαίρει άκρας υγείας
- ≈ συνώνυμα: τυγχάνω, απολαμβάνω
- → δείτε το β΄ πρόσωπο πληθυντικού του ενεστώτα χαίρετε
- ως προσφώνηση και χαιρετισμός-αποχαιρετισμός
- ⮡ Χαίρετε, θα μπορούσα μήπως να δανειστώ τον αναπτήρα σας;
- ⮡ (στο τηλέφωνο) Χαίρετε Θα μπορούσα να μιλήσω με τον κ. Παπαδάκη;
- Περάσαμε θαυμάσια, αλλά ώρα να σας καληνυχτίσουμε. Χαίρετε
- ως επίλογος φράσης, ή απότομα και κοφτά
- ⮡ Δεν νομίζω να ζήτησα πολλά, αλλά αφού δεν ευκαιρείς, χαίρετε!!!
- ως προσφώνηση και χαιρετισμός-αποχαιρετισμός
Εκφράσεις
επεξεργασία- να σε χαρώ (θαυμασμός, χαρά ή ειρωνία)
- Χαίρε Μαρία (απόδοση του Ave Maria αλλά και χαιρετισμός προς την Παναγία από τον αρχάγγελο)
- χαίρω πολύ και χαίρω πολύ για την γνωριμία (στις συστάσεις με ένα άνθρωπο που πρωτογνωρίζουμε)
- χαίρω πολύ (ειρωνικά, όταν μας λένε κάτι αυτονόητο ή για κάτι που πάει κάποιος να κάνει πολύ αργά και το έχουμε ήδη κάνει εμείς)
- να με χαρείς!(σε εξορκίζω, σε δεσμεύω με όρκο, διαφορετικά θα πεθάνω)
- να μη χαρείς... (κατάρα)
- χαίρω εκτίμησης
Συγγενικά
επεξεργασίακαι τα παράγωγά τους
→ και δείτε τις λέξεις χαίρε και χαίρομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία χάιρω πολύ
Πηγές
επεξεργασία- χαίρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχαίρω, ήδη ομηρικό < *χαρ-jω (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *kʰəřřō < θέμα *χαρ- μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰer- (επιθυμώ, βρίσκω ευχαρίστηση). Συγγενή: σανσκριτική हृयात् (hṛyāt), λατινική hortor, αρχαία ελληνική χαρά, κ.ά. [1]
Ρήμα
επεξεργασίαχαίρω
- χαίρομαι
- ⮡ ἥδομαι καὶ χαίρομαι κεὐφραίνομαι
- χαιρετώ
- ⮡ χαῖρ᾽, ἐσθλὸς ἐσθλοῦ παῖς, τύραννε τῆσδε γῆς, Ἕκτορ. Παλαιᾷ σ᾽ ἡμέρᾳ προσεννέπω. Χαίρω δέ σ᾽ εὐτυχοῦντα καὶ προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν: (Χαίρε, γενναίε Έκτορα, παιδί γενναίου, άρχοντα αυτής της γης. Μετά από μια μακρά ημέρα σε χαιρετίζω. Χαίρομαι για την επιτυχία σου, να σε βλέπω στρατοπεδευμένο...)
- αποχαιρετώ μια παλιά μου σκέψη, την ξεχνώ, αλλάζω γνώμη
- ⮡ χαιρέτω βουλεύματα τά πρόσθεν
Κλίση
επεξεργασία- → λείπει η κλίση
- τύποι που απαντούν
- Ενεργ. μέλλ. χαιρήσω και κεχαρήσω και χαρῶ αορ. ἐχαίρησα, παρακ. κεχάρηκα
- Μέση <χαίρομαι>, μέλ.χαροῦμαι, χαρήσομαι, κεχαρήσομαι, αόρ. ἐχηράμην, χεράμην, κεχαρόμην, ἐχάρην, παρακ. κεχάρημαι
Εκφράσεις
επεξεργασία- οὐ χαιρήσεις: δεν θα χαρείς για πολύ (θα το πληρώσεις στο μέλλον)
- χαῖρε, χαίρετον (δυικός) χαίρετε (χαιρετισμός όπως σήμερα) και μάλα χαῖρε, θεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν και χαῖρέ μοι
- (εἴτε δὲ ἐγένετό τις Σάλμοξις ἄνθρωπος, εἴτ᾽ ἐστὶ δαίμων τις Γέτῃσι οὗτος ἐπιχώριος,) χαιρέτω. : (δεν μπορώ να ξέρω αν ήταν άνθρωπος ή θεότητα των Γετών,) αυτό το θέμα το αφήνω
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
χαρ-
χαρ-
Σύνθετα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- χαίρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαίρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.