Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαριτολογώ < χαριτολόγος

  Ρήμα επεξεργασία

χαριτολογώ

  1. αστειεύομαι, λέω κάτι χάριν παιδιάς, ανάλαφρο, για να περάσει η ώρα
    Παίξαμε τάβλι, ήπιαμε λίγη μπύρα, χαριτολογούσαμε, εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι το γλεντήσαμε, αλλά καλά περάσαμε
  2. λέω σαν δικαιολογία πως έκανα ένα αστείο, λέω στα αστεία κάτι που εννοώ στα σοβαρά για να πειράξω κάποιον (και μετά ή το μετανιώνω ή θέλω να δείξω ότι το μετάνιωσα, δηλώνω ότι δεν το εννοούσα)
    Μην παρεξηγείσαι βρε γυναίκα, χαριτολογούσα προηγουμένως για τα διαζύγια
  3. έχω επιτηδευμένα ευχάριστο λόγο, κάνω χλιαρά αστεία, λέω εξυπνάδες με την καλή πρόθεση να διασκεδάσει η συντροφιά μου,
    Καλά περάσαμε, αν και ο Κώστας χαριτολογούσε όλη την ώρα και κατάντησε κουραστικός


  Μεταφράσεις επεξεργασία