Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -χαρής η -χαρής το -χαρές
      γενική του -χαρούς* της -χαρούς του -χαρούς
    αιτιατική τον -χαρή τη(ν) -χαρή το -χαρές
     κλητική -χαρή(ς) -χαρής -χαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -χαρείς οι -χαρείς τα -χαρή
      γενική των -χαρών των -χαρών των -χαρών
    αιτιατική τους -χαρείς τις -χαρείς τα -χαρή
     κλητική -χαρείς -χαρείς -χαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-χαρής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -χαρής < χαίρω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaˈɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -χα‐ρής

  Επίθημα επεξεργασία

-χαρής, -ής, -ές

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -χαρήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα