Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροχαρής η υδροχαρής το υδροχαρές
      γενική του υδροχαρούς* της υδροχαρούς του υδροχαρούς
    αιτιατική τον υδροχαρή την υδροχαρή το υδροχαρές
     κλητική υδροχαρή(ς) υδροχαρής υδροχαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροχαρείς οι υδροχαρείς τα υδροχαρή
      γενική των υδροχαρών των υδροχαρών των υδροχαρών
    αιτιατική τους υδροχαρείς τις υδροχαρείς τα υδροχαρή
     κλητική υδροχαρείς υδροχαρείς υδροχαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροχαρής < μεσαιωνική ελληνική υδροχαρής < υδρο- + -χαρής

  Επίθετο επεξεργασία

υδροχαρής, -ής, -ές

  • που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί
    Ωστόσο, το πρόβλημα με το συγκεκριμένο κουνούπι δεν είναι η επικίνδυνη νόσος, την οποία στην πραγματικότητα μεταδίδει άλλο κουνούπι, αλλά το γεγονός ότι, ενώ κάποτε ενδημούσε μόνο στα δάση της νοτιοανατολικής Ασίας, εξαπλώθηκε μέσω του εμπορίου παλαιών ελαστικών και υδροχαρών καλλωπιστικών φυτών όπου αποθέτει τα αυγά του σε ολόκληρο το δυτικό ημισφαίριο. (*)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία