Ετυμολογία

επεξεργασία
χαίρομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαίρομαι< μεσοπαθητική φωνή του αρχαίου χαίρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈçe.ɾo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαί‐ρο‐μαι

χαίρομαι, πρτ.: χαιρόμουν, απαρ.: χαρεί, αόρ.: χάρηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. νιώθω χαρά, ευτυχία, ενθουσιασμό
    Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.
     συνώνυμα: χαίρω
     αντώνυμα: λυπάμαι, λυπούμαι
  2. απολαμβάνω κάτι, θαυμάζω
    Πήγαμε βόλτα στην προκυμαία και χαρήκαμε το ηλιοβασίλεμα.
    Τι όμορφο παιδί! Χαίρεται κανείς να το βλέπει.
     συνώνυμα: ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω, αγάλλομαι, χαίρω
  3. (ειρωνικό)
    Να σε χαίρεται η μάνα σου που σ' έφτιαξε έτσι!
  4. (χαιρέκακα)
    Οταν έχασε την περιουσία του, το χάρηκα γιατί ήταν πολύ σκληρός άνθρωπος.
    ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται
  5. (αρνητικά)
    Δε χάρηκε τα νιάτα του (δεν ευχαριστήθηκε ζώντας τα νεανικά του χρόνια)
  6. (ευχή)
    Να χαίρεστε την ονομαστική σας εορτή!
    Να το χαίρεστε!!! (για νεογέννητο)

Εκφράσεις

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χαίρω

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαίρομαι (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χαίρω

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

χαίρομαι