παραθετικά
θετικός happy
συγκριτικός happier
υπερθετικός happiest

  Επίθετο

επεξεργασία

happy (en)

  1. χαρούμενος, χαίρομαι, ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχώ, ευχαριστώ, ευχαριστιέμαι, που αισθάνεται ή δείχνει ευχαρίστηση
    ⮡  I’m in a happy mood.
    Είμαι σε χαρούμενη διάθεση.
    ⮡  We were happy to see you.
    Χαρήκαμε που σε είδαμε.
    ⮡  a happy family - μια ευτυχισμένη οικογένεια
    ⮡  Today I am very happy because I will meet up with dear friends.
    Σήμερα είμαι πολύ ευτυχισμένος, γιατί θα συναντηθώ με αγαπητούς φίλους.
    ⮡  He was happy all throughout his life.
    Ήταν ευτυχής σε όλη του τη ζωή.
    ⮡  She was happy in her life/in her marriage.
    Ευτύχησε στη ζωή της/στο γάμο της.
    ⮡  You made me happy with your gift.
    Με ευχαρίστησες με το δώρο σου.
    ⮡  Your news made me happy.
    Τα νέα σου με ευχαρίστησαν.
    ⮡  He is an insatiable man, he is not happy with anything.
    Είναι άνθρωπος ανικανοποίητος, δεν ευχαριστιέται με τίποτε.
     συνώνυμα: glad
  2. χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής, που δίνει ή προκαλεί ευχαρίστηση
    ⮡  She lived a happy life.
    Πέρασε μια χαρούμενη ζωή.
    ⮡  He lived a happy childhood.
    Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια.
    ⮡  He lived the happiest years of his life with her.
    Μαζί της έζησε τα ευτυχέστερα χρόνια της ζωής του.
  3. χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής, για ευχές
    ⮡  happy holidays - χαρούμενες γιορτές
    ⮡  happy birthday - ευτυχισμένα γενέθλια/χρόνια πολλά
    ⮡  happy new year - ευτυχές το νέον έτος/καλή χρονιά
  4. χαίρομαι, ευχαριστημένος, ευχαριστώ, ευχαριστιέμαι, ικανοποιημένος ότι κάτι είναι καλό ή σωστό
    ⮡  Are you happy we went to the theaters yesterday?
    Χαίρεσαι που πήγαμε στο σινεμά χθες;
    ⮡  I am happy with my children.
    Είμαι ευχαριστημένος από τα παιδιά μου.
    ⮡  The morning walk makes me happy.
    Με ευχαριστεί πολύ ο πρωινός περίπατος.
    ⮡  I hope you are happy with my work.
    Ελπίζω να ευχαριστηθείτε από τη δουλειά μου.
    ⮡  No one is happy about this.
    Κανένας δεν είναι ικανοποιημένος με αυτό.
  5. ευτυχής, χαίρομαι, ευχαριστιέμαι να κάνω κάτι
    ⮡  I will be happy to help you.
    Θα είμαι ευτυχής να σας βοηθήσω.
    ⮡  I would be very happy to come.
    Πολύ θα χαιρόμουν να έλθω.
    ⮡  He is happy to host friends.
    Ευχαριστείται να φιλοξενεί φίλους.
  6. ευτυχής, τυχερός
    ⮡  a happy coincidence - μια ευτυχής σύμπτωση
  7. (επίσημο) επιτυχημένος, κατάλληλος

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία