ευτυχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαευτυχώ
- αισθάνομαι ευτυχία.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΗ μετοχή παθ. παρακειμένου του ρήματος αυτού σχηματίζετια κατά την Α΄ συζυγία.