Δείτε επίσης: Τύχη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τύχη οι τύχες
      γενική της τύχης των τυχών
    αιτιατική την τύχη τις τύχες
     κλητική τύχη τύχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τύχη θηλυκό

  1. η δύναμη που υποτίθεται ότι επηρεάζει τα γεγονότα είτε προς μια θετική κατάληξη είτε προς μια αρνητική
     συνώνυμα: ειμαρμένη, πεπρωμένο
  2. καθετί που, χωρίς να έχει προβλεφθεί, καθορίζει την έκβαση των γεγονότων
  3. η καλοτυχία, όλες οι ευνοϊκές καταστάσεις
  4. (στον πληθυντικό) οι τύχες: η ζωή, το μέλλον

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τῠχα-
ονομαστική τύχη αἱ τύχαι
      γενική τῆς τύχης τῶν τυχῶν
      δοτική τῇ τύχ ταῖς τύχαις
    αιτιατική τὴν τύχην τὰς τύχᾱς
     κλητική ! τύχη τύχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τύχ
γεν-δοτ τοῖν  τύχαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τύχη < θέμα τυχ- όπως και στον αόριστο ἔ-τῠχ-ον του τυγχάνω [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τύχη, -ης (ῠ) θηλυκό

  1. η τύχη, η καλή τύχη, η ευτυχία, η κακή τύχη, η δυστυχία
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 996
    φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης.
    Να ξέρεις τώρα πως στης τύχης την κόψη επάνω περπατείς.
    Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greeklanguage.gr
  2. κλῆρος, μοῖρα
  3. το αβέβαιο αποτέλεσμα, η άγνωστη έκβαση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.