τυχόντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τυχών & τυχόντας |
η | τυχούσα | το | τυχόν |
γενική | του | τυχόντος & τυχόντα |
της | τυχούσας & τυχούσης* |
του | τυχόντος |
αιτιατική | τον | τυχόντα | την | τυχούσα | το | τυχόν |
κλητική | τυχών & τυχόντα |
τυχούσα | τυχόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τυχόντες | οι | τυχούσες | τα | τυχόντα |
γενική | των | τυχόντων | των | τυχουσών | των | τυχόντων |
αιτιατική | τους | τυχόντες | τις | τυχούσες | τα | τυχόντα |
κλητική | τυχόντες | τυχούσες | τυχόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρόντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τυχόντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυχών, από αιτιατική πτώση τόν τυχόντα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tiˈxon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐χό‐ντας
Μετοχή
επεξεργασίατυχόντας, -ούσα, -όν
- μορφή του τυχών με νεότερες καταλήξεις
- ⮡ ο πρώτος τυχόντας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τυχόντας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίατυχόντας