επιτυχών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επιτυχών & επιτυχόντας |
η | επιτυχούσα | το | επιτυχόν |
γενική | του | επιτυχόντος & επιτυχόντα |
της | επιτυχούσας & επιτυχούσης* |
του | επιτυχόντος |
αιτιατική | τον | επιτυχόντα | την | επιτυχούσα | το | επιτυχόν |
κλητική | επιτυχών & επιτυχόντα |
επιτυχούσα | επιτυχόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επιτυχόντες | οι | επιτυχούσες | τα | επιτυχόντα |
γενική | των | επιτυχόντων | των | επιτυχουσών | των | επιτυχόντων |
αιτιατική | τους | επιτυχόντες | τις | επιτυχούσες | τα | επιτυχόντα |
κλητική | επιτυχόντες | επιτυχούσες | επιτυχόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επιτυχών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτυχών, μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἐπέτυχον) του ρήματος ἐπιτυγχάνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.tiˈxon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τυ‐χών
Μετοχή
επεξεργασίαεπιτυχών, -ούσα, -όν
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού αορίστου (επέτυχα) του ρήματος επιτυγχάνω, που πέτυχε, που έχει σημειώσει μια επιτυχία
- ⮡ (εκπαίδευση) Οι επιτυχόντες το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021. (οι μαθητές/φοιτητές που επέτυχαν στις εξετάσεις για το εν λόγω έτος)
- άλλες μορφές: επιτυχόντας
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιτυχών