successful
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | successful |
συγκριτικός | more successful |
υπερθετικός | most successful |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
successful (en)
- επιτυχημένος, επιτυχής
- ↪ a successful doctor - επιτυχημένος γιατρός
- ↪ a successful test - επιτυχής δοκιμή