Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιτυχία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επιτυχί
α
οι
επιτυχί
ες
γενική
της
επιτυχί
ας
των
επιτυχι
ών
αιτιατική
την
επιτυχί
α
τις
επιτυχί
ες
κλητική
επιτυχί
α
επιτυχί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιτυχία
<
αρχαία ελληνική
ἐπιτυχία
<έπι+τύχη
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.pi.tiˈçi.a
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιτυχία
θηλυκό
πραγματοποίηση
στόχου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιτυχία
αγγλικά
:
success
(en)
,
hit
(en)
,
achievement
(en)
,
attainment
(en)
βουλγαρικά
:
постижение
(bg)
γαλλικά
:
réussite
(fr)
,
succès
(fr)
γερμανικά
:
Erfolg
(de)
εσθονικά
:
edu
(et)
ισπανικά
:
éxito
(es)
ιταλικά
:
successo
(it)
,,
riuscita
(it)
λετονικά
:
panākums
(lv)
λιθουανικά
:
sekmė
(lt)
ολλανδικά
:
succes
(nl)
παπιαμέντο
:
éksito
πολωνικά
:
sukces
(pl)
,
powodzenie
(pl)
ρωσικά
:
успех
(ru)
σλοβακικά
:
úspech
(sk)