ενικός         πληθυντικός  
achievement achievements

  Ετυμολογία

επεξεργασία
achievement < achieve + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

achievement (en)

  1. το επίτευγμα, η επιτυχία, το κατόρθωμα, κάτι που κάποιος έχει κάνει με επιτυχία, ειδικά χρησιμοποιώντας τη δική του προσπάθεια και δεξιότητα
    ⮡  scientific achievements - επιστημονικά επιτεύγματα
    ⮡  He is modest about his achievements.
    Είναι μετριόφρων για τις επιτυχίες/τα κατορθώματά του.
  2. (μη μετρήσιμο) η επίτευξη, η επιτυχία, η ενέργεια του να να κάνει κανείς πραγματικότητα κάτι
    ⮡  the achievement of goals/peace - η επίτευξη στόχων/ειρήνης
    ⮡  All means were used for the achievement of the goal.
    Για την επιτυχία του σκοπού χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα.