achievement
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
achievement | achievements |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
achievement (en)
- η επίτευξη, η ολοκλήρωση
- το επίτευγμα, το κατόρθωμα
ενικός | πληθυντικός |
achievement | achievements |
achievement (en)