achievement
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
achievement | achievements |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαachievement (en)
- το επίτευγμα, η επιτυχία, το κατόρθωμα, κάτι που κάποιος έχει κάνει με επιτυχία, ειδικά χρησιμοποιώντας τη δική του προσπάθεια και δεξιότητα
- ⮡ scientific achievements - επιστημονικά επιτεύγματα
- ⮡ He is modest about his achievements.
- Είναι μετριόφρων για τις επιτυχίες/τα κατορθώματά του.
- (μη μετρήσιμο) η επίτευξη, η επιτυχία, η ενέργεια του να να κάνει κανείς πραγματικότητα κάτι
- ⮡ the achievement of goals/peace - η επίτευξη στόχων/ειρήνης
- ⮡ All means were used for the achievement of the goal.
- Για την επιτυχία του σκοπού χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα.