επίτευγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίτευγμα < μεσαιωνική ελληνική ἐπίτευγμα < αρχαία ελληνική ἐπιτυγχάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπίτευγμα ουδέτερο
- το κατόρθωμα, το σημαντικό αποτέλεσμα ύστερα από προσπάθεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίτευγμα