πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίτευξη οι επιτεύξεις
      γενική της επίτευξης* των επιτεύξεων
    αιτιατική την επίτευξη τις επιτεύξεις
     κλητική επίτευξη επιτεύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιτεύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
επίτευξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπίτευξις ("επιτυχία στόχου").[1] Μορφολογικά, ἐπί + τεῦξις

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επίτευξη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία