↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίτευξη οι επιτεύξεις
      γενική της επίτευξης* των επιτεύξεων
    αιτιατική την επίτευξη τις επιτεύξεις
     κλητική επίτευξη επιτεύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιτεύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επίτευξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπίτευξις ("επιτυχία στόχου").[1] Μορφολογικά, ἐπί + τεῦξις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈpi.tef.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πί‐τευ‐ξη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επίτευξη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία