Δείτε επίσης: ἐπιτυγχάνω

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επιτυγχάνω < αρχαία ελληνική ἐπιτυγχάνω < ἐπί + τυγχάνω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰewgʰ- (παράγω, δύναμαι, πετυχαίνω)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.tiŋˈxa.no/

  ΡήμαΕπεξεργασία

επιτυγχάνω (αόριστος: επέτυχα, παθητική φωνή: επιτυγχάνομαι, αόριστος: επιτεύχθηκα, μετοχή παθ. παρακειμένου: επιτυχημένος)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία