↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπίτευξῐς αἱ ἐπιτεύξεις
      γενική τῆς ἐπιτεύξεως τῶν ἐπιτεύξεων
      δοτική τῇ ἐπιτεύξει ταῖς ἐπιτεύξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπίτευξῐν τὰς ἐπιτεύξεις
     κλητική ! ἐπίτευξῐ ἐπιτεύξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιτεύξει
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιτευξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπίτευξις < ἐπιτυγχάνω, ἐπι-τευχ- (όπως τεύξομαι, τέτευχα ή η μορφή τεύχω) + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐπίτευξις θηλυκό

  1. επιτυχία στο στόχο
  2. (ελληνιστική σημασία) η επιτυχής ολοκλήρωση ενός στόχου, επίτευξη