τεύχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | τεύχω | τεύχομαι |
Παρατατικός | ἔτευχον | ἐτευχόμην |
Μέλλοντας | τεύξω | τεύξομαι |
Αόριστος | ἔτευξα & τεῦξα (επ. αόρ.) & τέτυκον (επ. αόρ. β') |
ἐτευξάμην & τετυκόμην (επ. αόρ. β') & ἐτύχθην |
Παρακείμενος | τέτευχα | τέτυγμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐτετεύχειν | ἐτετύγμην |
Συντελ.Μέλλ. | τετευχώς ἔσομαι | τετ(ε)ύξομαι |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τεύχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewgʰ- (> τυγχάνω)
Ρήμα
επεξεργασίατεύχω
Πηγές
επεξεργασία- τεύχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τεύχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.