Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  τεύχω   τεύχομαι 
Παρατατικός  ἔτευχον   ἐτευχόμην 
Μέλλοντας  τεύξω   τεύξομαι 
Αόριστος  ἔτευξα
& τεῦξα (επ. αόρ.)
& τέτυκον (επ. αόρ. β') 
 ἐτευξάμην
& τετυκόμην (επ. αόρ. β')
& ἐτύχθην 
Παρακείμενος  τέτευχα   τέτυγμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐτετεύχειν   ἐτετύγμην 
Συντελ.Μέλλ.  τετευχώς ἔσομαι   τετ(ε)ύξομαι 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεύχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewgʰ- (> τυγχάνω)

τεύχω

  1. κατασκευάζω, παράγω, φτιάχνω
  2. οικοδομώ, κτίζω
  3. επιφέρω, προξενώ