Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

προξενώ < αρχαία ελληνική προξενέω-προξενῶ

  Ρήμα επεξεργασία

προξενώ

η απρόσεχτη οδήγηση προξενεί πολλούς θανάτους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία