πρόξενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρόξενος | οι | πρόξενοι |
γενική | του | πρόξενου & προξένου |
των | πρόξενων & προξένων |
αιτιατική | τον | πρόξενο | τους | πρόξενους & προξένους |
κλητική | πρόξενε | πρόξενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόξενος < αρχαία ελληνική πρόξενος[1] [2] < πρό + ξένος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική consul[2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾo.kse.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐ξε‐νος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόξενος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, διπλωματία) επίσημος αντιπρόσωπος ξένου κράτους που αποστέλλεται για να αναπτύσσει συμφωνίες και να προστατεύει τα συμφέροντα των συμπατριωτών του σε εκείνη τη χώρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- πρόξενος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία στις διεθνείς σχέσεις
Επίθετο
επεξεργασίαπρόξενος
- που προξενεί κάποια ενέργεια, υπεύθυνος, υπαίτιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπαίτιος, υπεύθυνος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπρόξενος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόξενος αρσενικό (ιωνικός τύπος πρόξεινος)
- που έχει ανακηρυχθεί επίσημα φίλος της πολιτείας
- (στους Δελφούς) που ασκεί τη δημόσια φιλοξενία
Επίθετο
επεξεργασίαπρόξενος (ιωνικός τύπος πρόξεινος)
- ↑ πρόξενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 πρόξενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)