Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρόξενος οι πρόξενοι
      γενική του πρόξενου
προξένου
των πρόξενων
προξένων
    αιτιατική τον πρόξενο τους πρόξενους
προξένους
     κλητική πρόξενε πρόξενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόξενος < αρχαία ελληνική πρόξενος < πρό + ξένος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.kse.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐ξε‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόξενος αρσενικό ή θηλυκό

  1. επίσημος αντιπρόσωπος ξένου κράτους που αποστέλλεται για να αναπτύσσει συμφωνίες και να προστατεύει τα συμφέροντα των συμπατριωτών του σε εκείνη τη χώρα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

πρόξενος

  1. που προξενεί κάποια ενέργεια, υπεύθυνος, υπαίτιος

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόξενος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόξενος αρσενικό (ιωνικός τύποςπρόξεινος)

  1. που έχει ανακηρυχθεί επίσημα φίλος της πολιτείας
  2. (στους Δελφούς) που ασκεί τη δημόσια φιλοξενία

  Επίθετο επεξεργασία

πρόξενος (ιωνικός τύποςπρόξεινος)

  1. προστάτης, βοηθός (θηλυκό ξενίζουσα)
  2. που προξενεί κάποια ενέργεια