↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποπρόξενος οι υποπρόξενοι
      γενική του υποπρόξενου
υποπροξένου
των υποπρόξενων
υποπροξένων
    αιτιατική τον υποπρόξενο τους υποπρόξενους
υποπροξένους
     κλητική υποπρόξενε υποπρόξενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποπρόξενος (μαρτυρείται από το 1833) [1] < υπο- + πρόξενος, ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vice-consul)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποπρόξενος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 1055, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου