διπλωματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διπλωματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική diplomatique < λατινική diploma + -ique < αρχαία ελληνική δίπλωμα < διπλόω / διπλῶ < διπλόος / διπλοῦς < δύο < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (δύο)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.plo.ma.tiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασία
διπλωματικός
- που έχει σχέση με τη διπλωματία ή τον διπλωμάτη ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διπλωμάτης, δίπλωμα, διπλός και δύο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διπλωματικός