Ετυμολογία

επεξεργασία
diplomatique < λατινική diploma, diplomat- + -ique < αρχαία ελληνική δίπλωμα, γενική: διπλώματ-ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /di.plɔ.ma.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
diplomatique diplomatiques

diplomatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία