Ουσιαστικό

επεξεργασία

diploma (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

diploma (bs)


→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
diploma < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική δίπλωμα < διπλόω / διπλῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

diploma (la) ουδέτερο (γενική: dī˘plōmătis, πληθυντικός: diplomata)