Ουσιαστικό

επεξεργασία

diploma (en)



Ουσιαστικό

επεξεργασία

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

diploma (la) ουδέτερο (γενική: dī˘plōmătis, πληθυντικός: diplomata)