diplomate
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- diplomate < (αναδρομικός σχηματισμός) diplomat(ique) + -e
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
diplomate | diplomates |
diplomate (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο διπλωμάτης, η διπλωμάτισσα
Παράγωγα επεξεργασία
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
diplomate (eo)