consul
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαconsul (fr) αρσενικό
- o πρόξενος
- (ιστορία) ο ύπατος
- ⮡ les consuls de Rome, les consuls de Byzance
- οι Ρωμαίοι ύπατοι (της Ρώμης), οι ύπατοι του Βυζαντίου (βυζαντινοί)
- ⮡ les consuls de Rome, les consuls de Byzance
Πηγές
επεξεργασία- consul - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- consul - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία- consul - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.