Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προξενικός η προξενική το προξενικό
      γενική του προξενικού της προξενικής του προξενικού
    αιτιατική τον προξενικό την προξενική το προξενικό
     κλητική προξενικέ προξενική προξενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προξενικοί οι προξενικές τα προξενικά
      γενική των προξενικών των προξενικών των προξενικών
    αιτιατική τους προξενικούς τις προξενικές τα προξενικά
     κλητική προξενικοί προξενικές προξενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προξενικός < ελληνιστική κοινή προξενικός[1] [2] < αρχαία ελληνική πρόξενος < πρό + ξένος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική consulaire[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pro.kse.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐ξε‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

προξενικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 προξενικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. προξενικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας