προστάτης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προστάτης | οι | προστάτες |
γενική | του | προστάτη | των | προστατών |
αιτιατική | τον | προστάτη | τους | προστάτες |
κλητική | προστάτη | προστάτες | ||
όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προστάτης < αρχαία ελληνική προστάτης < προΐσταμαι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προστάτης αρσενικό (θηλυκό: προστάτρια, προστάτιδα, προστάτισσα, (λόγιο) προστάτις)
- αυτός που προστατεύει κάποιον ή κάτι
- ο Άγιος Νικόλαος είναι προστάτης των ναυτικών
- (κόσμια) ο νταβατζής
- δεν χρειαζόμαστε προστάτες
- (βιολογία) αδένας που ανήκει στο ανδρικό γεννητικό σύστημα
- έκανε τελικά εγχείρηση προστάτη;
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- προστάτης στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
που προστατεύει
αδένας των αρσενικών
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προστάτης αρσενικό
- αυτός που στέκεται μπροστά από τους άλλους
- ο αρχηγός (πχ ενός κόμματος)
- ο κυβερνήτης
- ο προστάτης, αυτός που προστατεύει
- στην Αρχαία Αθήνα, κάποιος που φρόντιζε για τις νομικές υποθέσεις των μετοίκων
Επεξεργασία
Επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1321