νταβατζής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νταβατζής αρσενικό και νταβάς, ντάβα
- αυτός που διευθύνει έναν οίκο ανοχής
- ο προστάτης και εκμεταλλευτής ιεροδούλων
- ο αγαπητικός ιεροδούλων
- ο προαγωγός, ο μαστροπός
νταβατζής αρσενικό και νταβάς, ντάβα