Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μαστροπός οι μαστροποί
      γενική του/της μαστροπού των μαστροπών
    αιτιατική τον/τη μαστροπό τους/τις μαστροπούς
     κλητική μαστροπέ μαστροποί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστροπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαστροπός[1] [2] [3] [4] < μαστήρ [1] < μαίομαι.[1]
«Το παραγωγικό τέρμα -οπός δεν έχει ερμηνευθεί ικανοποιητικά και δεν είναι πειστική η υπόθεση ότι πρόκειται για παράγωγο τού ρήματος ἔπω «ασχολούμαι» ή τού θέματος που απαντά στα ὄψις, ὄψομαι κ.τ.ά. Η σημασία «προαγωγός, εκμαυλιστής» είναι ήδη αρχαία (στον Αριστοφάνη).»[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.stɾoˈpos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐στρο‐πός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαστροπός αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) προαγωγός στην πορνεία
    ※  Η μακροχρόνια θητεία της στο επάγγελμα της χρησιμεύει ως βασική εκπαίδευση για το τωρινό, δηλ. το επάγγελμα της μαστροπού, της οποίας έργο είναι και η διδασκαλία των αρχών και των μυστικών του επαγγέλματος της εταίρας (Επιστημονική επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής, τομ. 10-11, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, 1968, σελ. 263)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / μαστροπός οἱ/αἱ μαστροποί
      γενική τοῦ/τῆς μαστροποῦ τῶν μαστροπῶν
      δοτική τῷ/τῇ μαστροπ τοῖς/ταῖς μαστροποῖς
    αιτιατική τὸν/τὴν μαστροπόν τοὺς/τὰς μαστροπούς
     κλητική ! μαστροπέ μαστροποί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαστροπώ
γεν-δοτ τοῖν  μαστροποῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστροπός, ήδη τον 5ο αιώνα < θέμα μαστρ- (< μαστήρ, μαστρός) < θέμα μασ- (μαίομαι γυρεύω, αγγίζω, φτάνω) + -οπός που δεν έχει ερμηνευτεί ικανοποιητικά.[5]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαστροπός αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) μαστροπός, προαγωγός
  2. (σε επιθετική λειτουργία, ουδέτερο)
    μαστροπὰ ἔργα τελοῦντες: μαστροπικοί (4ος αιώνας κε, Manetho astrologus [Man. 4.306])

Άλλες γραφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. μαστροπός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. μαστροπόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  4. μαστροπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  5. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία