πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μαστροπός οι μαστροποί
      γενική του/της μαστροπού των μαστροπών
    αιτιατική τον/τη μαστροπό τους/τις μαστροπούς
     κλητική μαστροπέ μαστροποί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαστροπός αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) προαγωγός στην πορνεία
      Η μακροχρόνια θητεία της στο επάγγελμα της χρησιμεύει ως βασική εκπαίδευση για το τωρινό, δηλ. το επάγγελμα της μαστροπού, της οποίας έργο είναι και η διδασκαλία των αρχών και των μυστικών του επαγγέλματος της εταίρας (Επιστημονική επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής, τομ. 10-11, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, 1968, σελ. 263)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / μαστροπός οἱ/αἱ μαστροποί
      γενική τοῦ/τῆς μαστροποῦ τῶν μαστροπῶν
      δοτική τῷ/τῇ μαστροπ τοῖς/ταῖς μαστροποῖς
    αιτιατική τὸν/τὴν μαστροπόν τοὺς/τὰς μαστροπούς
     κλητική ! μαστροπέ μαστροποί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαστροπώ
γεν-δοτ τοῖν  μαστροποῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μαστροπός, ήδη τον 5ο αιώνα < προελληνική .[1] Μορφολογικά αναλύεται σε θέμα μαστρ- (< μαστήρ, μαστρός) < θέμα μασ- (μαίομαι γυρεύω, αγγίζω, φτάνω) + -οπός που δεν έχει ερμηνευτεί ικανοποιητικά.[2]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαστροπός αρσενικό ή θηλυκό (μεταγενέστερο θηλυκό μαστροπίς)

  1. (επάγγελμα) μαστροπός, προαγωγός
     συνώνυμα: μάτρυλλος
  2. (σε επιθετική λειτουργία, ουδέτερο, πληθυντικός, όψιμη ελληνιστική κοινή)  δείτε παράθεμα στο μάστροπα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. μαστροπός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.