Ετυμολογία

επεξεργασία
proxénète < λατινική proxeneta < αρχαία ελληνική προξενητής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁɔ.kse.nɛt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
proxénète proxénètes

proxénète (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο προξενητής
     συνώνυμα: entremetteur, (οικείο) marieur
  2. ο μαστροπός, ο εκμαυλιστής, ο ρουφιάνος, ο προαγωγός
     συνώνυμα: maquereau (θηλυκό: maquerelle, sous-maîtresse), souteneur

Συγγενικά

επεξεργασία