Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκμαυλιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εκμαυλιστ
ής
οι
εκμαυλιστ
ές
γενική
του
εκμαυλιστ
ή
των
εκμαυλιστ
ών
αιτιατική
τον
εκμαυλιστ
ή
τους
εκμαυλιστ
ές
κλητική
εκμαυλιστ
ή
εκμαυλιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκμαυλιστής
<
εκμαυλίζω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκμαυλιστής
αρσενικό
(
θηλυκό
:
εκμαυλίστρια
)
αυτός που
εκμαυλίζει
, που ωθεί σε ηθικό
ξεπεσμό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εκμαυλίζω
και
μαυλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκμαυλιστής
γαλλικά
:
proxénète
(fr)
,
maquereau
(fr)