εκμαυλιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκμαυλιστής αρσενικό (θηλυκό: εκμαυλίστρια)
- αυτός που εκμαυλίζει, που ωθεί σε ηθικό ξεπεσμό
εκμαυλιστής αρσενικό (θηλυκό: εκμαυλίστρια)