Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυλίζω < αρχαία ελληνική μαυλίζω < μαῦλις

  Ρήμα επεξεργασία

μαυλίζω (παθητική φωνή: μαυλίζομαι)

  1. καλώ τις κότες ή άλλα ζωντανά με ιδιαίτερο για το καθένα τρόπο
  2. (κατ’ επέκταση) ξελογιάζω
  3. (μεταφορικά) εξωθώ σε πορνεία
     συνώνυμα: εκμαυλίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυλίζω < μαῦλις

  Ρήμα επεξεργασία

μαυλίζω

  1. (ειδικότερα) προσπαθώ να μαζέψω κότες μιμούμενος τη φωνή τους
  2. (γενικότερα) προσπαθώ να προσελκύσω πουλιά μιμούμενος τη φωνή τους