Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκμαυλιστικός η εκμαυλιστική το εκμαυλιστικό
      γενική του εκμαυλιστικού της εκμαυλιστικής του εκμαυλιστικού
    αιτιατική τον εκμαυλιστικό την εκμαυλιστική το εκμαυλιστικό
     κλητική εκμαυλιστικέ εκμαυλιστική εκμαυλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκμαυλιστικοί οι εκμαυλιστικές τα εκμαυλιστικά
      γενική των εκμαυλιστικών των εκμαυλιστικών των εκμαυλιστικών
    αιτιατική τους εκμαυλιστικούς τις εκμαυλιστικές τα εκμαυλιστικά
     κλητική εκμαυλιστικοί εκμαυλιστικές εκμαυλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκμαυλιστικός < εκμαυλίζω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

εκμαυλιστικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία