πορνεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πορνεία | οι | πορνείες |
γενική | της | πορνείας | των | πορνειών |
αιτιατική | την | πορνεία | τις | πορνείες |
κλητική | πορνεία | πορνείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πορνεία < αρχαία ελληνική πορνεία < πορνεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπορνεία θηλυκό
- η έναντι αμοιβής προσφορά σεξουαλικών υπηρεσιών
- (γενικότερα) η ανηθικότητα, η ακολασία
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πορνεία