πορνό
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πορνό < (λόγιο δάνειο) γαλλική porno, σύντμηση του pornographique[1]
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πορνό άκλιτο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πορνό ουδέτερο άκλιτο
- η πορνογραφία
- ερωτική ταινία με σκληρό σεξ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «πορνό» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.