• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πορνό

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πορνό < (λόγιο δάνειο) γαλλική porno, σύντμηση του pornographique[1]

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

πορνό άκλιτο

  • πορνογραφικός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πορνό ουδέτερο άκλιτο

  1. η πορνογραφία
  2. ερωτική ταινία με σκληρό σεξ
    ≈ συνώνυμα: τσόντα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πορνό
  • αγγλικά : porn (en)
  • γαλλικά : porno (fr)
  • ισπανικά : porno (es)
  • τουρκικά : porno (tr)

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. ↑ «πορνό» -  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πορνό&oldid=5507311"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 23:01
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 23:01.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie