↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πορνογραφικός η πορνογραφική το πορνογραφικό
      γενική του πορνογραφικού της πορνογραφικής του πορνογραφικού
    αιτιατική τον πορνογραφικό την πορνογραφική το πορνογραφικό
     κλητική πορνογραφικέ πορνογραφική πορνογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πορνογραφικοί οι πορνογραφικές τα πορνογραφικά
      γενική των πορνογραφικών των πορνογραφικών των πορνογραφικών
    αιτιατική τους πορνογραφικούς τις πορνογραφικές τα πορνογραφικά
     κλητική πορνογραφικοί πορνογραφικές πορνογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πορνογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pornographique[1] < pornographe < ελληνιστική κοινή πορνογράφος < αρχαία ελληνική πόρνη + γράφω

  Επίθετο

επεξεργασία

πορνογραφικός -ή -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία