↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πορνογράφος οι πορνογράφοι
      γενική του/της πορνογράφου των πορνογράφων
    αιτιατική τον/την πορνογράφο τους/τις πορνογράφους
     κλητική πορνογράφε πορνογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πορνογράφος < ελληνιστική κοινή πορνογράφος < αρχαία ελληνική πόρνη + γράφω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πορνογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία