πορνογράφημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πορνογράφημα < πορνογραφώ + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πορνογράφημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πορνογραφώ, πορνογραφικό δημιούργημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πορνογράφημα
|